- ἀποδυσάμενος
- ἀποδῡσάμενος , ἀποδύνωstrip offaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
μυρίαθλος — και ποιητ. τ. μυριάεθλος, ον (Α) ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλον μυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἆθλος (πρβλ. αρίστ… … Dictionary of Greek